περιδινώ

περιδινώ
-έω, ΝΜΑ
1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. πάπ. περιδινούμαι, -έομαι
υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι
(αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • ανελίσσω — ἀνελίσσω κ. ίττω (Α) 1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 2. αναπτύσσω, αναλύω 3. μελετώ, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα) 5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω 6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο …   Dictionary of Greek

  • περιδίνηση — η / περιδίνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιδινώ] περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῡ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου») νεοελλ. (αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί… …   Dictionary of Greek

  • περιδίνητος — ον, Α [περιδινώ] αυτός που στρέφεται, που στροβιλίζεται σαν δίνη («περιδίνητος ἄξων», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • περιδινητής — ο, θηλ. περιδινήτειρα, Α [περιδινώ] αυτός που προκαλεί πνευματική δίνη, πνευματική ζάλη …   Dictionary of Greek

  • περιστροβώ — έω, ΜΑ θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, στροβιλίζω, περιδινώ μσν. αλλάζω, μεταβάλλω, διορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στροβῶ «περιστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριδινούμαι — έομαι, ΜΑ περιφέρομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιδινῶ, οῦμαι «περιφέρω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”